σέπια

σέπια
η, Ν
1. χρωστική ουσία που εξάγεται από τον θύλακα μελάνης τής σουπιάς ή τού καλαμαριού και χρησιμοποιείται ως μελάνι σχεδίασης και ως υδρόχρωμα, η σηπία
2. συνεκδ. ζωγραφικό έργο στο οποίο χρησιμοποιήθηκε η χρωστική αυτή ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία «σουπιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα …   Dictionary of Greek

  • σηπία — η, ΝΜΑ 1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά 2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …   Dictionary of Greek

  • ακουατίντα — Μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο (χαλκό ή ψευδάργυρο). Μπορεί να δώσει θαυμάσια ζωγραφικά αποτελέσματα, που θυμίζουν κάπως σχέδια που έχουν γίνει με πινέλο και σινική μελάνη ή σέπια. Ιστορία. Η εφεύρεση της μεθόδου αποδίδεται γενικά στον Γάλλο… …   Dictionary of Greek

  • Αμεινοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος εφευρέτης ή κάτοχος μυστικού τρόπου ναυπήγησης πλοίων (τέλη 8ου αι. π.Χ.). Στη μάχη του Ληλαντίου πεδίου (704 π.Χ.) οι Κορίνθιοι έστειλαν τον Α. στη Σάμο για να ναυπηγήσει τριήρεις των Χαλκιδέων και των… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Φρίντριχ, Κάσπαρ Ντάβιντ — (Friedrich, Γκράιφσβαλντ, Πρωσία 1774 – Δρέσδη 1840). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού. Λησμονήθηκε σχεδόν τελείως μετά τον θάνατό του, και μόνο στις αρχές του 20ού αι. άρχισαν να τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”